καυδιανός

καυδιανός
-ός, -ή, -ό
φρ. α) «καυδιανά δίκρανα» — ο ζυγός από δόρατα καρφωμένα στο χώμα κάτω από τον οποίο πέρασε για εξευτελισμό ο ρωμαϊκός στρατός κατά τον Β' Σαμνιτικό πόλεμο, μετά την ήττα του στο Καύδιο
β) «περνώ κάτω από τα καυδιανά δίκρανα» — δέχομαι εξευτελιστικούς όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καύδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”